ξέφραγμα

ξέφραγμα
το, -ατος
αφαίρεση του φράχτη: Κάποιος από δω κοντά έκανε το ξέφραγμα του οικοπέδου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξέφραγμα — το [ξεφράζω] αφαίρεση τού φράχτη …   Dictionary of Greek

  • έκφραξη — η (Α ἔκφραξις) νεοελλ. διάνοιξη φραγμένου πόρου, ξέφραγμα αρχ. ιατρ. διάνοιξη εμφράξεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”